- ἀστυγείτων
- ἀστυγείτωνnearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστυγείτων — ἀστυγείτων ( ονος), ο (Α) [γείτων] 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, ο γειτονικός 2. ως ουσ. αυτός που γειτονεύει με την πόλη, ο γείτονας … Dictionary of Greek
ἀστυγείτονα — ἀστυγείτων near neut nom/voc/acc pl ἀστυγείτων near masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυγειτόνων — ἀστυγείτων near gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυγείτονας — ἀστυγείτων near masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυγείτονες — ἀστυγείτων near masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυγείτονος — ἀστυγείτων near gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυγείτοσι — ἀστυγείτων near dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυγείτοσιν — ἀστυγείτων near dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
αστυγειτονικός — ἀστυγειτονικός, ή, όν (Α) [αστυγείτων] ο σχετικός με τους αστυγείτονες … Dictionary of Greek